παιστικός

παιστικός
παισ-τικός, ή, όν,
A facetious,

γρῖφος πρόβλημά ἐστι π. Clearch.63

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παιστικός — παιστικός, ή, όν (Α) [παίστης] αστείος …   Dictionary of Greek

  • παιστικόν — παιστικός facetious masc acc sg παιστικός facetious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπαιστικός — ἐπιπαιστικός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται ή τίθεται ως παιδιά, ως παιγνίδι («γρῑφος πρόβλημα ἐπιπαιστικόν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παιστικός (< παίστης < παις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”